- τρεῖος
- τρεῖος, ὁ,A tierce, on dice, JHS30.261, 32.275 ([place name] Pamphylia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρείος — ὁ, Α [τρεῑς] (στα ζάρια) αυτός που έχει τον αριθμό τρία … Dictionary of Greek